- τετευχήσθαι
- Α(επικ. απρμφ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) το να είναι κανείς οπλισμένος («τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τετευχῆσθαι (< *τετευχέσ-θαι) είναι επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ *τευχῶ < τεῦχος (πρβλ. απρμφ. παρακμ. τετελέσθαι τού τελῶ < τέλος). Το -η- τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογικό σχηματισμό κατά το συνηρ. σε -έω / -ῶ].
Dictionary of Greek. 2013.